- δισκάρι
- το (AM δισκάριον) [δίσκος]μικρός δίσκοςμσν.- νεοελλ.εκκλ. δισκάριο(ν) ή «άγιο δισκάριο(ν)» — λειτουργικό σκεύος, δίσκος όπου τοποθετείται ο άρτος τής προσφοράς κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίαςνεοελλ.«δισκάρι βουνού» — επίπεδος τόπος σε βουνό με στρογγυλό ή ελλειψοειδές σχήμα.
Dictionary of Greek. 2013.